- χολερώδης
- -ες / χολερώδης, -ῶδες, ΝΑ [χολέρα]αυτός που μοιάζει με τη χολέρα ως προς τα συμπτώματααρχ.(για χοίρο) ο ικανός να προξενήσει χολέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολερώδεα — χολερώδης of the nature of cholera neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χολερώδης of the nature of cholera masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολερώδεις — χολερώδης of the nature of cholera masc/fem acc pl χολερώδης of the nature of cholera masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολερωδῶν — χολερώδης of the nature of cholera masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek